- θεοδόσιος
- θεοδόσιοςgiven by Godmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θεοδόσιος — given by God masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… … Dictionary of Greek
Αλτιπαρμάκης, Θεοδόσιος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τον Αίνο της Θράκης. Ακολούθησε τον Διαμαντή Ολύμπιο με τον οποίο πολέμησε για μεγάλο διάστημα. Το 1825 έγινε χιλίαρχος και αργότερα πολέμησε και διακρίθηκε εναντίον του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και τη Στερεά… … Dictionary of Greek
Βενιζέλος, Θεοδόσιος — (Σμύρνη 1821 – Αθήνα 1900).Φιλόλογος και συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Αθήνας και του Βερολίνου και αναγορεύτηκε διδάκτορας του δευτέρου με μια μελέτη του για την Αθηνά (1854). Δίδαξε στη Ριζάρειο σχολή επί 45 χρόνια καθώς… … Dictionary of Greek
Δημάδης, Θεοδόσιος — (; – 1823). Κληρικός, λόγιος και Φιλικός. Γεννήθηκε στα Μουδανιά και σπούδασε στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης. Αργότερα, εγκαταστάθηκε στην Πίζα, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας. Διετέλεσε εφημέριος της ελληνικής κοινότητας … Dictionary of Greek
Μαθάς, Θεοδόσιος — (; – 1850). Αγωνιστής του 1821 από τη Θήρα (Σαντορίνη). Πρόκριτος της Θήρας, πήρε μέρος στην οργάνωση ναυτικών σωμάτων του νησιού του και αγωνίστηκε να εξουδετερώσει αντεθνικές ενέργειες ορισμένων συμπατριωτών του. Το 1825 κατηγορήθηκε ότι… … Dictionary of Greek
θεοδόσιον — θεοδόσιος given by God masc/fem acc sg θεοδόσιος given by God neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεοδοσίου — Θεοδόσιος given by God masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδοσίου — θεοδόσιος given by God masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεοδοσίους — Θεοδόσιος given by God masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)